προαπογράφομαι

προαπογράφομαι
Α
1. περιγράφω κάτι προηγουμένως («τὰς βορειοτέρας προαπογραφόμενοι τῶν χωρῶν», Πτολ.)
2. καταγράφομαι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπογράφομαι «εγγράφομαι, καταγράφομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”